νωτηγός

νωτηγός
νωτ-ηγός, όν, (ἄγω)
A = νωταγωγός, ἵπποι Peripl.M.Rubr.24.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νωτηγός — νωτηγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει φορτίο στη ράχη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + ηγός (< ἄγω), πρβλ. ημιον ηγός] …   Dictionary of Greek

  • νωτηγοί — νωτηγός masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”